μεγιστάν

μεγιστάν
μεγιστάν, ᾶνος, ,
A great man, grandee, LXX Si.4.7, 10.24: but usu. in pl., Men.1035, LXX Da.5.23, Ev.Marc.6.21, Man.4.41, Artem.1.2, Vett. Val.61.16, Alex.Aphr. in Top.466.12, etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεγιστᾶν — μέγας big masc/fem gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγίσταν — μεγίστᾱν , μέγας big fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγιστάνας — ο (ΑM μεγιστάν, ᾱνος, Μ και μεγιστάνος) αυτός που έχει μεγάλη ισχύ ή που βρίσκεται σε θέση υπεροχής, ισχυρός νεοελλ. φρ. «μεγιστάνας τού πλούτου» πολύ πλούσιος άνθρωπος, πάμπλουτος νεοελλ. μσν. ανώτερος αξιωματούχος, άρχοντας, ευγενής. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • μεγιστάνος — και μεγιστάν, ὁ (Μ)·βλ.μεγιστάνας …   Dictionary of Greek

  • νεάν — νεάν, ὁ (ΑΜ) νέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέος, κατά τα ξυνός: ξυνάν, μέγιστος: μεγιστάν, εκτός αν πρόκειται για δωρ. τ. (πρβλ. Ἕλληνες Ἑλλᾶνες)] …   Dictionary of Greek

  • συμμεγιστάν — ᾱνος, ὁ, Μ μεγιστάνας μαζί με άλλον ή με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μεγιστάν, ᾶνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”